-
1 ὑπ-εξ-αίρεσις
ὑπ-εξ-αίρεσις, ἡ, das Heraus- u. Wegnehmen, das heimliche od. allmälige Wegnehmen; Plut. non posse 3 Num. 9; τοῦ ἀλγύνοντος, allmälige Entfernung, D. L. 2, 89; μεϑ' ὑπεξαιρέσεως, allmälig, Simplic. ad Epict.
-
2 ὑπεξαίρεσις
ὑπ-εξ-αίρεσις, ἡ, das Heraus- u. Wegnehmen, das heimliche od. allmähliche Wegnehmen; τοῦ ἀλγύνοντος, allmähliche Entfernung; μεϑ' ὑπεξαιρέσεως, allmählich
См. также в других словарях:
υπεξαίρεση — (Νομ.). Η ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος από μέρους προσώπου, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται για οποιοδήποτε λόγο. Με το πράγμα εξομοιώνεται και το τίμημα πράγματος, που ο κύριός του έχει εμπιστευτεί για πώληση, καθώς και το πράγμα που… … Dictionary of Greek